Sajátos ötlettel rukkolt elő a grúz Borjomi ásványvíz gyártója: a világ leghosszabb, 8 kilométeres weboldalával mutatja be, milyen mélyről nyeri ki a vizet. Aki végignézné a különböző talajrétegeket, itt megteheti. A kampányvideó egyben azt is megmutatja, hogy Grúzia (angol nyelven Georgia) nem azonos az egyesült államokbeli Georgia állammal.
Το παραπάνω ερώτημα, ιδιαίτερα πολυσήμαντο και εξαιρετικά επίκαιρο λόγω της κρίσης που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη, αναλύθηκε στο debate της ημερίδας που διοργάνωσε, με το αντίστοιχο θέμα, το Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών σε συνεργασία με το Γραφείο Ενημέρωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα και με την υποστήριξη των Νέων Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Ελλάδας και της άτυπης ομάδας «Έλληνες Νέοι Διεθνολόγοι». Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε, με μεγάλη επιτυχία, στην κατάμεστη αίθουσα «Γιάννος Κρανιδιώτης» (Ακαδημίας 1, ΥΠΕΞ), τη Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των παρευρισκομένων προσέλκυσαν οι τοποθετήσεις των ομιλητών, καθώς εξέφρασαν διαφορετικές προσεγγίσεις -και σε αρκετές περιπτώσεις, αντίθετες μεταξύ τους απόψεις και επισημάνσεις- σχετικά με τους κινδύνους που απειλούν ή τις μορφές που προσλαμβάνει η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Άλλωστε, αυτός ήταν και στόχος της εκδήλωσης: Η πληρέστερη αντιμετώπιση του διλήμματος «Γενική Βούληση ή Πολιτική Επιβολή» και ταυτόχρονα η έναρξη ενός γόνιμου, ζωντανού και κατεπείγοντος διαλόγου. Μεταξύ των κύριων ομιλητών ήταν ο Γεώργιος Κουμουτσάκος, Ευρωβουλευτής, ο Παναγιώτης Γρηγορίου, Αναπληρωτής Καθηγητής & Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, η Δρ. Φιλίππα Χατζησταύρου, Εξωτερική Συνεργάτης Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο δημοσιογράφος Φοίβος Καρζής. Τη συζήτηση συντόνισε ο Λεωνίδας Αντωνακόπουλος, Επικεφαλής του Γραφείου Ενημέρωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμμετοχή του ακροατηρίου. Οι θεματικές ερωτήσεις, στις οποίες εκλήθησαν να απαντήσουν οι ομιλητές ήταν οι εξής:
1. Αρκετοί πιστεύουν ότι η παρούσα οικονομική κρίση, ίσως, μας απομακρύνει από τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της Ε.Ε. και συνεπώς, από την έκφραση της Γενικής Βούλησης, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε μορφές Πολιτικής Επιβολής. Πιστεύετε ότι είναι δικαιολογημένος αυτός ο φόβος;
2. Εκτιμάτε ότι η τεχνοκρατική προσέγγιση στη διαδικασία διαμόρφωσης των πολιτικών της Ε.Ε. αποδυναμώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς;
3. Πως θα μπορούσατε να περιγράψετε τους θεσμικούς και νομικούς νεωτερισμούς της νέας διακυβέρνησης της Ε.Ε.;
4. Σε ποιον βαθμό και με ποιους τρόπους συμμετέχει η κοινωνία των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων; Ποιος είναι ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών στην πολυσύνθετη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα;
5. ποιες προκλήσεις προβλέπετε ότι θα καθορίσουν την ατζέντα των ευρωεκλογών του 2014;
Ακολουθούν αποσπάσματα των ομιλιών, ενώ στο τέλος του κειμένου παρατίθενται τα links ολόκληρων των τοποθετήσεων.
Ο Πρόεδρος του ΕΚΕΜ Παναγιώτης Κουτσουμπέλης χαιρετίζοντας την εκδήλωση, ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω κάπως ανορθόδοξα το σύντομο χαιρετισμό μου. Μια ελληνική παροιμία λέει ότι «η καλή η μέρα από το πρωί φαίνεται». Και πραγματικά, η σημερινή ημέρα, φαίνεται να είναι μια ιδιαιτέρως καλή και παραγωγική ημέρα. Δευτέρα πρωί, αρχή της εβδομάδας, με πολλές Σχολές να έχουν ακόμα εξεταστική και το αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης» είναι κατάμεστο από νέους στην πλειοψηφία τους πολίτες, που ενδιαφέρονται να ν’ ακούσουν και ν’ ανταλλάξουν απόψεις για το μέλλον και την προοπτική του ενοποιητικού εγχειρήματος της Ευρώπης, σε μια εκδήλωση που φιλοδοξεί να ξεφύγει από τα στερεότυπα που χαρακτηρίζουν μια κλασσικού τύπου ημερίδα… Στόχος μας είναι, μέσα από την όσμωση πανεπιστημιακών δασκάλων, πολιτικών, δημοσιογράφων, στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών αλλά πρωτίστως φοιτητών, να διερευνήσουμε «το που πηγαίνει η Ευρώπη;», «το σε ποια κατεύθυνση θα κάνει τα επόμενα βήματά της;», να συζητήσουμε για τα ελλείμματα αλλά και για τα δυνατά της σημεία, για τις ανεπάρκειες αλλά και για την προοπτική της, καθώς και να καταγράψουμε και ν’ αναδείξουμε τις δικές σας απόψεις και θέσεις. Στο τελευταίο μάλιστα δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα… Εφέτος, συμπληρώνονται 25 χρόνια από την ίδρυση του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών. 25 χρόνια ενεργούς προσφοράς του Κέντρου στην προώθηση της ευρωπαϊκής σκέψης και ιδέας στην Ελλάδα, 25 χρόνια στήριξης του ΥΠ.ΕΞ αλλά και πολλών φορέων και οργανισμών της Ελληνικής Πολιτείας σε ευρωπαϊκά θέματα, 25 χρόνια συνεχούς επιστημονικού και ερευνητικού έργου. Όλοι στο ΕΚΕΜ είμαστε περήφανοι για τη διαδρομή αλλά και την εθνική προσφορά του Κέντρου μας. Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του και τις πρώτες του επιστημονικές έρευνες και μελέτες, έως την επιστημονική του συνεισφορά στην προσπάθεια ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε, αλλά και μέσα από τις πολλές διεθνείς και ευρωπαϊκές του συνεργασίες, το ΕΚΕΜ δεν έπαψε στιγμή να επιτελεί στο ακέραιο τον ρόλο και την αποστολή που του επιφύλαξε η ελληνική πολιτεία. Με συνέπεια και συνέχεια, με επιστημονική και ερευνητική επάρκεια και ανεξαρτησία.
25 χρόνια μετά, φιλοδοξούμε και εν όψει μάλιστα και της ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε του 2014, να συνεχίσουμε να είμαστε χρήσιμοι και δημιουργικοί, δικαιώνοντας όλους όσους πίστεψαν, δούλεψαν, στήριξαν και ενίσχυσαν όλα αυτά τα χρόνια τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες του Κέντρου. Όλα αυτά τα χρόνια το ΕΚΕΜ απέδειξε ότι ήταν κάτι περισσότερο από ένα ακόμη νομικό πρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών.».
Ο Ευρωβουλευτής Γεώργιος Κουμουτσάκος, στην ομιλία του, τόνισε, μεταξύ άλλων: «Το 2013 θα είναι αποφασιστική χρονιά για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης, αλλά και της Ελλάδας ως αναπόσπαστου μέρους της. Η Ευρώπη αργά, αλλά σταθερά, φαίνεται να θέτει υπό έλεγχο την κρίση χρέους. Τα χειρότερα μοιάζει να έχουν περάσει. Είμαστε στην αρχή του τέλους της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που αντιμετώπισε μεταπολεμικά η Ευρώπη. Η έξοδος από την κρίση, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και είσοδος της Ευρώπης σε μία νέα εποχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να χαράξει μια νέα πορεία αφού όμως θα έχει πρώτα αναγνωρίσει τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα λάθη της. Για να διορθώσει ό,τι την έφερε έως εδώ. 'Ο,τι την έσπρωξε στη σημερινή, εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζουν πολλοί λαοί της, αλλά και αυτή η ίδια ως ένωση δημοκρατιών και κοινότητα αρχών και αξιών.
Η Ευρώπη της ύφεσης, της ανεργίας, της σκληρής λιτότητας, της ελλειμματικής αλληλεγγύης και της ανάδυσης ακραίων λαϊκιστικών, μισαλλόδοξων πολιτικών δυνάμεων που παραπέμπουν στις πιο σκοτεινές σελίδες της πρόσφατης πολιτικής της ιστορίας, δεν είναι η Ευρώπη που εμείς -που πιστεύουμε στην αναγκαιότητά της- θέλαμε να δούμε. Η Ευρώπη οφείλει να αλλάξει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό της… Το πρώτο καθήκον της Ε.Ε. είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης. Της εμπιστοσύνης των πολιτών στο ευρωπαϊκό τους πεπρωμένο. Της εμπιστοσύνης των κρατών – μελών μεταξύ τους. Της εμπιστοσύνης της ίδιας στον εαυτό της, στις δυνατότητες και την προοπτική της. Της εμπιστοσύνης στον ιστορικό της ρόλο, ως δύναμης μετριοπάθειας, δημοκρατίας και προόδου με σεβασμό στο άτομο και την κοινωνία. Και όταν λέμε ότι η Ε.Ε. οφείλει να κάνει εκείνο ή το άλλο, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι η Ευρώπη δεν είναι κάτι έξω από μας, απρόσωπο και ξένο. Η Ευρώπη δεν είναι -και πάντως δεν είναι μόνον- οι Βρυξέλλες και οι γραφειοκράτες της. Η Ευρώπη είμαστε εμείς. Οι πολίτες της, οι πολιτικές ηγεσίες, οι διανοούμενοι, οι εργαζόμενοι, οι γυναίκες και οι άνδρες των κρατών-εθνών που την απαρτίζουν… Αφετηρία για τη διαμόρφωσή της είναι τέσσερις αδιαμφισβήτητες παραδοχές.
Οι παραδοχές αυτές συνθέτουν και το στρατηγικό ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει σήμερα η Ε.Ε. και όλοι εμείς ως συνειδητοί Ευρωπαίοι πολίτες… Το ζήτημα που επιδιώκουν να δημιουργήσουν εκείνοι που δεν πιστεύουν στην Ευρώπη, είτε από αθεράπευτη νοσταλγία στο περιχαρακωμένο κράτος –έθνος, είτε από αδυναμία ν' αναζητούν κοινό τόπο, να διαμορφώνουν κοινή πορεία στη βάση κοινών αρχών, αξιών και συμφερόντων, είναι μη-ζήτημα. Αυτό βέβαια δεν καθιστά τις ανερμάτιστες θέσεις τους λιγότερο επικίνδυνες. Η οικονομική δυσπραγία και η αργή, επώδυνη ανάρρωση από την κρίση μπορεί εύκολα να λειτουργήσουν ως παραμορφωτικός φακός. Ως συνήγορος απλοϊκών και επιφανειακών μαγικών λύσεων. Ως θερμοκήπιο ακραίου λαϊκισμού και εθνικισμού… Μόνο μία Ενωμένη Ευρώπη μπορεί να βοηθήσει τα κράτη – μέλη της να ανταποκριθούν στις τεράστιες προκλήσεις του σήμερα. Να τα κρατήσει όρθια μέσα στο διεθνή ανταγωνισμό. Να βοηθήσει τις φτωχότερες χώρες και περιοχές της. Μόνο μια Ενωμένη Ευρώπη μπορεί να έχει την απαραίτητη ισχύ και βαρύτητα για να προωθήσει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις αυταρχικών καθεστώτων. Να επιβάλλει πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Να καταπολεμήσει το διεθνές έγκλημα, την παράνομη διακίνηση ανθρώπων και το λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Να διαχειριστεί καλύτερα τις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές. Μόνο μια Ενωμένη Ευρώπη μπορεί να έχει τις δυνατότητες να περιορίσει την αυθαιρεσία των παγκοσμιοποιημένων αγορών. Να ρυθμίσει έναν άναρχο ανταγωνισμό. Εθνικές ρυθμιστικές αρχές δεν έχουν καμία δυνατότητα να ελέγξουν ή να περιορίσουν, πανίσχυρα πολυεθνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τεράστια huge funds και κυνικούς, άπληστους σπεκουλαδόρους.Το κόστος αυτής της αδυναμίας θα καταβληθεί από τους λαούς της κάθε ευρωπαϊκής χώρας. Υπερηφάνως ίσως, οδυνηρώς όμως σίγουρα. Η μοναχική πορεία μέσα στην καταιγίδα του παγκοσμιοποιημένου σκληρού ανταγωνισμού θα έχει πολύ οδυνηρές συνέπειες διαρκείας, για όλους τους Ευρωπαίους.Το εθνικό συμφέρον και το συμφέρον των ευρωπαίων λαών επιτάσσει λοιπόν την αδιατάρακτη και πληρέστερη δυνατή συμμετοχή, την ενσωμάτωση, των ευρωπαϊκών κρατών στην Ευρώπη. Η ισχύς εν τη ενώσει. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για την ακεραιότητα της Ένωσης ή τον αμετάκλητο χαρακτήρα του ευρώ… Πιστεύω ότι ο οραματικός ρεαλισμός στον οποίο αναφέρθηκα επιβάλει να εξετάσουμε με προσοχή, χωρίς ανασφάλεια και φόβο, την επιλογή θεσμοθέτησης της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων. Οι δύο ταχύτητες επιτρέπουν την πρόοδο εκείνων που θέλουν και μπορούν να προχωρήσουν στην εμβάθυνση και την πολιτική ενοποίηση. Δεν αποκλείουν την ένταξη εκείνων που εάν τώρα δεν είναι έτοιμοι, θα είναι σε επόμενο χρόνο. Είναι σύστημα ανοικτό σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Εννοείται ότι με τις δύο ταχύτητες εννοώ ένα σύστημα με την Ευρωζώνη των σήμερα 17 – στη γρήγορη ταχύτητα , στον πυρήνα – και την Ευρωπαϊκή Ένωση των σήμερα 27, αύριο 28 – στην ήπια ταχύτητα στην περιφέρεια του πυρήνα της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Περιττό να πω ότι η Ελλάδα για οικονομικούς, πολιτικούς και στρατηγικούς λόγους δεν έχει άλλη επιλογή από το να βρίσκεται στην πρώτη ταχύτητα, στον πυρήνα, στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Άλλωστε η διασφαλισμένη πλέον παραμονή μας στο ευρώ είναι η εγγύηση της παραμονής μας στην εμπροσθοφυλακή της Ενωμένης Ευρώπης.
Ο Επικεφαλής του Γραφείου Ενημέρωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα Λεωνίδας Αντωνακόπουλος χαρακτήρισε την ημερίδα ως άσκηση πολιτικού διαλόγου και δημοκρατίας και έθεσε τις τέσσερις θεματικές ερωτήσεις στους ομιλητές. Ο ίδιος, σε ολιγόλεπτη παρέμβασή του, επισήμανε ότι ως πρώην τεχνοκράτης, υπάλληλος των ευρωπαϊκών οργάνων, εκτιμά ότι παρά το γεγονός ότι έχει δομηθεί ένα δαιδαλώδες τεχνοκρατικό σύστημα η ευθύνη της υπερβολικής παρουσίας των τεχνοκρατών στην ευρωπαϊκή διακυβέρνηση βαρύνει περισσότερο τους πολιτικούς.
Ο Καθηγητής Παναγιώτης Γρηγορίου, στην τοποθέτησή του, επισήμανε μεταξύ άλλων: «Το τελευταίο ευρωβαρόμετρο (φθινόπωρο του 2012) κατέδειξε ότι η κρίση δεν προσεγγίζεται από τους ευρωπαίους πολίτες σε όλα τα κράτη μέλη κατά τον ίδιο τρόπο. Τα διαφορετικά εθνικά οικονομικά δεδομένα επηρεάζουν πολύ αυτή την άποψη και ενδεχομένως ενισχύουν ή μειώνουν τον όποιο φόβο απομάκρυνσής μας από τις θεμελιώδεις ενωσιακές αρχές και αξίες…Η πρόκληση είναι να επαναφέρουμε στο προσκήνιο αρχές και αξίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως κτήματα πλέον όχι κατ’ αποκλειστικότητα των κρατών μελών αλλά των πολιτών. Πρέπει να δώσουμε θέση στους πολίτες στις διαδικασίες και κυρίως στη διαμόρφωση στρατηγικών εξόδου από την κρίση. Η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση ανάγκασε πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες να ηττηθούν κατά κράτος από τις δυνάμεις της αγοράς…Η προαναφερθείσα ήττα των ευρωπαϊκών δημοκρατικών πολιτευμάτων από την αγορά είχε ως κύριο αποτέλεσμα την απώλεια της αξιοπιστίας τους απέναντι στους πολίτες τους. Οι πολίτες πλέον αισθάνονται την απώλεια της λαϊκής κυριαρχίας τους, που είναι και η μόνη πηγή νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας…. Η σταθερότητα ενός κράτους εξαρτάται άμεσα από το πόσο πραγματικά και ουσιαστικά βιώνει την δημοκρατία. Από την πλευρά του, το δημοκρατικό πολίτευμα έχει ανάγκη ενός σταθερού θεσμικά και πολιτικά κράτους έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών. Οι μεταρρυθμίσεις, που εισήγαγε η συνθήκη της Λισαβόνας, δημιούργησαν ευκαιρίες πολιτικοποίησης στο πλαίσιο της Ένωσης. Η πολιτικοποίηση της Ένωσης είναι μια πραγματικότητα στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου, αφού ενισχύθηκε σαφώς η εξουσία του στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, η επέκταση της κατά πλειοψηφία ψήφου στο πλαίσιο του Συμβουλίου και η τροποποίηση του διορισμού του προέδρου της Επιτροπής.
Η συνθήκη της Λισαβόνας εισήγαγε μία καινοτομία, καθώς συνδέει άμεσα τα αποτελέσματα των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την επιλογή υποψηφίου για τη θέση του προέδρου της Επιτροπής. Στο εξής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών όταν υποδεικνύει την προσωπικότητα που προτίθεται να διορίσει πρόεδρο της Επιτροπής. Αυτή η αλλαγή αυξάνει τη βαρύτητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά το διορισμό τού προέδρου της Επιτροπής και συνεπώς ενδυναμώνει την πολιτική πρόκληση που συνδέεται με τις ευρωπαϊκές εκλογές. Επομένως, μπορούμε να ξεφύγουμε από την διπολική συγκρουσιακή σχέση ευρωπαϊστών- ευρωσκεπτικιστών, που οδηγεί μάλλον σε αδιέξοδο την ευρωπαϊκή κοινή προοπτική και, επιπλέον, σε έναν κίνδυνο ακόμη και διάλυσης της Ένωσης… Μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, είναι γεγονός ότι η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση εισέρχεται σε μια περίοδο εκλογίκευσης. Είναι σημαντικό το τέλος του θεσμικού δυισμού μεταξύ Ένωσης και Κοινότητας που επιβίωσε επί 17 χρόνια. Υπάρχει πλέον μια σχετική λειτουργική απλοποίηση αλλά και η νομική κατοχύρωση σημαντικών ανοιγμάτων προς τον ευρωπαίο πολίτη, όπως αυτό της θέσης σε ισχύ του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων… Η αντίληψη περί μιας διευρυμένης κοινοτικής μεθόδου μπορεί να λειτουργεί ως πηγή νομιμότητας, αλλά γίνεται πλέον δεκτό ότι δεν αρκεί η προώθηση ενός γενικού συμφέροντος και αναζητείται η ισορροπία όλων των συντελεστών, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτών. Η ανανέωση πρέπει να γίνει από την βάση και όχι από την κορυφή, ώστε να καταστούν αποτελεσματικότερα τα όργανα πολιτικής της Ένωσης, μέσω της ενεργοποίησης κυρίως μη νομοθετικών εργαλείων… Η αναζητούμενη ισορροπία επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους ευρωπαϊκούς ή τους εθνικούς θεσμούς. Η σύγκριση της εκφραζόμενης εμπιστοσύνης δείχνει ότι η κρίση είναι γενική…Το άρθρο 11 της Συνθήκης της Λισσαβώνας εισάγει την έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας, καθιερώνοντας την λαϊκή πρωτοβουλία αλλά ενισχύοντας και την δημοκρατική ισότητα μεταξύ των συντελεστών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Σημαντικός είναι και ο αναβαθμισμένος ρόλος οργάνων, όπως η Επιτροπή των Περιφερειών, που τείνουν πλέον στο να μην περιορίζονται σε επικουρικό ρόλο, αλλά να εμπλέκονται ενεργά στις διαδικασίες της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης.
Η κοινωνία των πολιτών καλείται να συμβάλλει στην καλλιέργεια ενός κοινού αισθήματος περί ευρωπαϊκής ενοποίησης στο πλαίσιο της λειτουργίας της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης που είτε εκφράζεται μέσω της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης είτε προσφέρει ουσία στην ευρωπαϊκή ιθαγένεια, αφού την συνδέει με τις διεργασίες της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης… Η πολιτική agenda δεν συνεχίζει να περιλαμβάνει πλέον ως ένα βασικό στόχο της, την διαμόρφωση της κοινής αγοράς. Κατά συνέπεια, πρέπει οι επόμενες ευρωεκλογές να προσδιορισθούν από την πολιτική αντιπαράθεση δεξιάς- αριστεράς, αφού δεν υπάρχει άλλωστε και λόγος αυτή η αντιπαράθεση να υποβαθμίζεται ή να καλύπτεται στο πλαίσιο του ενωσιακού συστήματος.».
Η Δρ. Φιλίππα Χατζησταύρου, παρουσιάζοντας τη δική της προσέγγιση, μεταξύ άλλων, υποστήριξε: «Στο κεντρικό ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο αυτής της Ημερίδας, η απάντηση κατά την άποψη μου είναι ξεκάθαρη. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν προχωρά πλέον μέσω της συναίνεσης και του συμβιβασμού, αλλά επιβάλλεται ως επιτακτική ανάγκη προσαρμογής. Θα προσπαθήσω να στηρίξω αυτή τη θέση στη βάση τριών επιχειρημάτων: (α) η κρίση ώθησε με ταχύ και επιθετικό τρόπο την επέκταση της ευρωπαϊκής τεχνοκρατικής γραφειοκρατίας (β) η πολιτική της οικονομικής προσαρμογής αποδυναμώνει τους μηχανισμούς της παραδοσιακής συλλογικής/διακυβερνητικής διαπραγμάτευσης εντός της ΕΕ και (γ) οι ασυμμετρίες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης αποτελούν πρόσχωμα στη δημοκρατική εμβάθυνση της ΕΕ. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν δρομολογηθεί από το 2010 και μετά με σκοπό τη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης προωθούν κατά βάση ένα μοντέλο χάραξης και άσκησης πολιτικής στα θέματα δημοσιονομικού και χρηματοοικονομικού χαρακτήρα που ενδυναμώνει την τεχνοκρατική διακυβέρνηση… Η επικράτηση της τεχνοκρατικής διαχείρισης σε σχέση με τη βραδεία και αδύναμη πολιτικοποίηση της ΕΕ έχει ιστορικά πλέον κωδικοποιηθεί μέσα από τη γνωστή σε όλους έννοια του «δημοκρατικού ελλείμματος»… Η παραγωγή « Συνθηκών, μηχανισμών, αρχών, πλατφόρμων » συνοδεύεται από μια υπερτροφία νέων νορμών, ρυθμιστικών κανόνων και πλαισίων, οργανισμών ελέγχου σε θέματα δημοσιονομικού, χρηματοοικονομικού και τραπεζικού συντονισμού (ΣΣΑ ΙΙ, δημοσιονομική Συνθήκη, Σύμφωνο για το ευρώ, Ευρωπαϊκή τραπεζική αρχή, ΕΜΣ κτλ). Στο ενοποιημένο αυτό πλαίσιο συντονισμού, η Ευρωπαϊκή επιτροπή και η Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα αποκτούν νέες εξουσίες εποπτικού, ελεγκτικού και κυρωτικού χαρακτήρα. Οι άλλοτε ουδέτεροι θεσμοί με εκτελεστικές κυρίως εξουσίες αποκτούν de facto πολιτικό ρόλο. Οι θεσμοί αυτοί δεν υπόκεινται σε κανένα δημοκρατικό έλεγχο και λειτουργούν ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης. Επίσης η στελέχωση των ευρωπαϊκών οργανισμών και άλλων καίριων θέσεων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς γίνεται κατά κύριο λόγο με επαγγελματίες από τον ευρύτερο ιδιωτικό χρηματοοικονομικό χώρο (ΕΜΣ - K.Regling, EKT - M.Draghi, Επιτροπή - M.Monti, ΕΤΑ - A.Farkas κτλ.)…Στις προτάσεις τους για τα επόμενα βήματα της οικονομικής ενοποίησης μάλιστα υποστηρίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης μέσω της εγκαθίδρυσης νέων μηχανισμών/οργανισμών (Ταμείο απόσβεσης, Ταμείο συγκυριακής προσαρμογής, Ευρωπαϊκός οργανισμός χρέους, ενισχυμένες οικονομικές συνεργασίες, νέες διακυβερνητικές συνθήκες, γενίκευση των Μνημονίων κτλ.). Εντός ενός πλαισίου τέτοιας θεσμικής πυκνότητας με τάσεις υπερτροφικές, η έλλειψη διαφάνειας των διαδικασιών είναι ένας σοβαρός κίνδυνος που ελλοχεύει…Η πολιτική της οικονομικής προσαρμογής εντείνει δραματικά την ανισότητα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών. Η συντηρητική αυτή ιδεολογία σε θέματα οικονομικής πολιτικής έχει επίσης βαθιές ρίζες στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η γερμανική φιλοσοφία της ενοποίησης - φιλόδοξη πολιτική ανταγωνισμού που στηριζόταν στον συγκεντρωτισμό των εξουσιών στην Ευρωπαϊκή επιτροπή για την καταστολή των περιοριστικών εμπορικών πρακτικών και στο δόγμα του ordoliberalismus - επικράτησε μεταξύ 1962-64, απομονώνοντας τις προτάσεις μεσοπρόθεσμου οικονομικού σχεδιασμού του γάλλου Αντιπροέδρου της Επιτροπής R. Marjolin. Ήταν οι ίδιοι Γερμανοί που μαζί με τους Ολλανδούς, επέμεναν κατά την σύνταξη της Συνθήκης της Ρώμης ότι δε πρέπει να φτιαχτεί ένα Ευρωπαϊκό ταμείο επενδύσεων (που να λειτουργεί με τη μορφή των επιδοτήσεων) και ότι στη θέση του ήταν προτιμότερο να γίνει μια Ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων που θα λειτουργούσε ως τραπεζικό εργαλείο για την χρηματοδότηση έργων βάσει οικονομικο-τεχνικών κριτηρίων και δε θα προκαταλάμβανε τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού.
Η εμμονή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ιδεολογία των εθνικών οικονομικών ανταγωνισμών έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή επιδείνωση των δομικών και συγκυριακών ετερογενειών μεταξύ των κρατών και την όλο και μεγαλύτερη αδυναμία συγκερασμού των πολιτικών προτιμήσεων των κρατών μελών. Η κρίση και ο φόβος των συνεπειών της έχει επιβάλει την οιονεί αρχή της ‘μη αναστρεψιμότητας της ευρωζώνης’ μεταξύ ανισοβαρών οικονομιών. Αυτό εντείνει ακόμα περισσότερο τις διαχωριστικές γραμμές όχι μόνο μεταξύ των μελών της ευρωζώνης αλλά και μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Σε μια διευρυμένη Ευρώπη τέτοιες τάσεις ενισχύουν φαινόμενα εκφασισμού ή τις κεντρόφυγες τάσεις κρατών μελών. Την ανάπτυξη αυτού του έντονα ‘ανισοβαρούς διακυβερνητισμού’ ενισχύουν και πρακτικές όπως αυτές των μνημονίων, αφού προωθούν την επιλεκτική μεταφορά καθαρά εθνικών αρμοδιοτήτων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (φορολογική, μισθολογική, κοινωνική και διοικητική πολιτική) και μετατρέπουν τα εθνικά κοινοβούλια σε όργανα τυπικής επικύρωσης ήδη ειλημμένων αποφάσεων…Οι ασυμμετρίες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, όπως αυτές παρουσιάστηκαν παραπάνω, αποτελούν πρόσχωμα στη δημοκρατική εμβάθυνση της ΕΕ… Δεν αποκλείεται βέβαια, οι επερχόμενες ευρωεκλογές 2014 να λειτουργήσουν ως καταλύτης για την προώθηση κάποιων μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση του δημοκρατικού προφίλ του ΕΚ…Επίσης, η πρόταση του ΕΚ για ενίσχυση της αναλογικής στο εκλογικό δίκαιο των κρατών μελών σε σχέση με τις ευρωεκλογές, αλλά και η συζήτηση γύρω από τη βελτίωση των κανόνων για τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα (χρηματοδότηση εκλογικής εκστρατείας) και γενικότερα το πρόβλημα της διαφάνειας στη διαχείριση του πολιτικού χρήματος αποτελούν θέματα που θα είναι στην ατζέντα των επόμενων ευρωεκλογών.».
Ο δημοσιογράφος Φοίβος Καρζής σχολίασε, μεταξύ άλλων: «Η αίσθηση της πολιτικής επιβολής που υπάρχει στους Έλληνες πολίτες σήμερα, αφορά τις οικονομικές πολιτικές και δε νομίζω ότι εκτείνεται σε ζητήματα θεσμικά…Το μοντέλο της διοικητικής μεταρρύθμισης της κρατικής διοίκησης παραμένει στην αρμοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης… Θα μπορούσε να επικρατήσει μια θετικότερη αντίληψη και θα μπορούσε αντί να δει κανείς στοιχεία πολιτικής επιβολής να αντιμετωπίσει όλη αυτή την προσπάθεια ως παρότρυνση. Δηλαδή, η συνθήκη του μνημονίου να αποτελεί όρο παρότρυνσης ή απλώς μια προϋπόθεση για τη λήψη των δανείων. Τα συγκεκριμένα ζητήματα, που τίθενται ως προϋποθέσεις, προχωρούν -ανεξαρτήτως αν κανείς τα προκρίνει από πολιτική άποψη- όπως προχωρούν και άλλα ζητήματα, για τα οποία δεν υπάρχει αυτό που εισπράττουμε ως πολιτική επιβολή. Τα τελευταία επαφίενται στην καλή θέληση των ελληνικών πολιτικών θεσμών και του ελληνικού πολιτικού συστήματος, όπως η προώθηση μεταρρυθμίσεων, αλλαγών, κινήσεων, νομοθετημάτων, στα οποία όλοι συμφωνούν για την αναγκαιότητά τους -ασχέτως της κατεύθυνσης που προτιμά ο καθένας…Τώρα ως προς το ευρωπαϊκό σκέλος της επιβολής, θέλω να κάνω μια διάκριση: Η Ελλάδα δεν αφήνεται να χρεοκοπήσει, όπως συνήθως χρεοκοπούν οι χώρες. Η χρεοκοπία, εξάλλου, είναι μια υγιής οικονομική διαδικασία, έτσι δεν υπάρχει κανένα τέτοιο θέμα. Η χρεοκοπία είναι θεμιτή. Όταν κανείς αγοράζει το χρέος μιας χώρας και παίρνει ένα αντίτιμο, ταυτόχρονα παίρνει κι έναν κίνδυνο. Άρα η χρεοκοπία δεν είναι κάτι έξω από την ζωή των κρατών. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει μια χρεοκοπία είναι ευνοϊκότερος ή δυσμενέστερος και αν υπάρχουν επιλογές. Η Ελλάδα έχει επιλογές, ακριβώς, επειδή βρίσκεται μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν υπάρχει, δηλαδή, συνθήκη μη χρεοκοπίας. Ακούω συχνά τη διάκριση μνημονιακή και αντιμνημονιακή. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αυτή η διάκριση. Ωστόσο, υπάρχει η διάκριση μνημονιακή και χρεωκοπική. Μπορείς να διαλέξεις ένα από τα δύο. Ο τρόπος, με τον οποίο θα συμβεί είναι ζήτημα πολιτικής επιλογής και κάτι τέτοιο είναι θεμιτό. Αλλά αν κανείς δεν επέλεγε την απλή άτακτη χρεοκοπία και αποφάσιζε τη χρεοκοπία που θα συνεπαγόταν μία κάποιου είδους δανειακή σύμβαση ή μία κάποιου είδους προσφυγή σε υπερεθνικούς και διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι δεν έχουν ευρωπαϊκό χαρακτήρα, τότε είναι προφανές ότι ένας τέτοιος οργανισμός είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πρέπει να σας πω παρενθετικά ότι προσωπικά έχω επιχειρηματολογήσει πολλές φορές κατά της συμμετοχής του ΔΝΤ και θεωρώ μείζον πολιτικό λάθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανεπάρκεια των ευρωπαϊκών θεσμών ότι επετράπη στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εμπλακεί στην οικονομική διάσωση μιας χώρας, μέλος της ευρωζώνης και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης…Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο αυτά που συμβαίνουν ως πολιτική επιβολή ανταποκρίνονται στις προσδοκίες που είχαμε από τον ευρωπαϊκό οργανισμό και όχι σε κάποια ουδέτερη πραγματικότητα. Δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τα πράγματα από την οπτική της πολιτικής επιβολής, θα ήταν καλύτερα εάν δεν ήμασταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρα το ζήτημα, εδώ, είναι η ανεπάρκεια που επέδειξε η Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι αλήθεια ότι καλείται να επεξεργαστεί τρόπους απεμπλοκής από τις άλλες διαδικασίες πολιτικής επιβολής, τις θεσπισμένες στη διεθνή κοινότητα πέρα και έξω από την ίδια… Οι αλλεπάλληλες διευρύνσεις αποδυναμώνουν την εμβάθυνση, φυσικά ναι…Υπάρχει μια μεταφυσική της οικονομίας ή του νομίσματος. Η ιδέα που επικράτησε στην Ένωση ήταν ότι η πολιτική συγκυρία, τη συγκεκριμένη στιγμή, είχε οδηγήσει σε ένα όριο τις πολιτικές διεργασίες και ότι η δημιουργία της ζώνης του ευρώ θα ήταν ένα κίνητρο, ώστε να προχωρήσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το ευρώ υποτίθεται ότι το έκανε σε ένα βαθμό, όπως άλλωστε το είδαμε. Αυτό σημαίνει η παράκαμψη no bailout clause στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Αλλά τι είδους αλληλεγγύη. Ηθική αλληλεγγύη, μια ηθική μεταξύ των κρατών. Αναζητείται, λοιπόν, μια πολιτική λύση, δηλαδή η δημιουργία θεσμών πολιτικής ενοποίησης που θα αποτελέσουν το αντίδοτο και τον καταλύτη για να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση…Η ευρωαμηχανία είναι δεδομένη. Όσοι είχαν υποστηρίξει με μεγάλη θέρμη την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αλήθεια ότι βιώνουν μια σειρά από απογοητεύσεις και ματαιώσεις. Για την τελευταία σύνοδο κορυφής δεν θέλω να πω πολλά πράγματα. Ήταν βαθύτατα θλιβερή η εικόνα των μεγάλων χωρών που αντί να αναζητούν τρόπους για το πώς θα χρηματοδοτήσουν την προώθηση των ευρωπαϊκών συμφερόντων, έψαχναν τρόπους για το πώς θα εισχωρήσουν στο εσωτερικό πολιτικό τους ακροατήριο, εν όψει των εθνικών τους εκλογών. Διαβεβαίωναν, συνεπώς, ότι δίνουν λιγότερα από όσα θα περίμεναν και όσα θα μπορούσαν. Μια δεύτερη απογοήτευση είναι το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει μια τέτοια διαδρομή που να πείσει -ούτε καν όλες τις χώρες- και κυρίως τη Μεγάλη Βρετανία, να αναθεωρήσει την αρνητική αντίληψη που είχε από την αρχή, ώστε επιτέλους να θελήσει να συμμετάσχει ακόμα περισσότερο αντί να συζητάει ένα δημοψήφισμα για την έξοδο από την Ένωση. Και η τρίτη απογοήτευση, φυσικά, είναι ο τρόπος χειρισμού της κρίσης της ευρωζώνης. Όμως, η αποτυχία της εφαρμογής ενός σχεδίου δεν ισοδυναμεί με την αποτυχία στην εφαρμογή του, και ισχυρίζομαι ότι αυτό που έχουμε τώρα ως κρίση είναι αποτυχία στην εφαρμογή. Δεν έχουμε δηλαδή το ευρωπαϊκό σχέδιο που εφαρμόζεται πλήρως για να αποφανθούμε ότι η κατάληξή του δηλώνει μία αποτυχία. Έχουμε αποτυχίες στη διαδικασία εφαρμογής αυτού του σχεδίου, το οποίο εξακολουθώ να υποστηρίζω. Υποστηρίζω ότι παραμένει καλύτερο από τις υπαρκτές εναλλακτικές, από τις υπαρκτές εναλλακτικές λύσεις για την Ελλάδα και τους Έλληνες.».
Διαβάστε ολόκληρες τις ομιλίες
Χαιρετισμός Προέδρου ΕΚΕΜMegerősítették, hogy öt áldozatot követelt eddig a sertésinfluenza Grúziában. Vasárnap, az egyik tbiliszi kórházban elhunyt az a páciens, akit Zugdidiből szállítottak a fővárosba.
„Ez már az ötödik haláleset a H1N1 vírusnak, vagy sertésinfluenzának végkimeneteleként” – közölte Paata Imnadze, a Grúz Nemzeti Betegségellenőrzési és Járványügyi Központ igazgatója.
Az influenzaszezon kezdete óta több tízezren fordultak orvoshoz, melyek közül 143 esetben állapították meg a H1N1 vírus jelenlétét.
Στη Ζυρίχη του 1946, ο Winston Churchill, σε μια από τις πιο γνωστές του ομιλίες, απευθύνεται στη μεταπολεμική τραυματισμένη Ευρώπη, προσφέροντας ένα όραμα στους ευρωπαϊκούς λαούς. Ο Βρετανός ηγέτης, διαπιστώνοντας τον ηγεμονικό ρόλο των Η.Π.Α. -λόγω της συμβολής τους στη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου- έκανε λόγο για «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης»! Η περίφημη ρήση του Churchill, από τότε και μέχρι σήμερα, ερμηνεύεται από πολλούς ως υπόδειξη του μοναδικού τρόπου αντίστασης της ευρωπαϊκής ηπείρου ενάντια σε κάθε λογής ηγεμονισμό, από οπουδήποτε και αν προερχόταν. Η Ευρώπη δεν έπρεπε να αιχμαλωτιστεί ποτέ ξανά και από κανέναν επίδοξο κατακτητή της. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μία ενδεχόμενη ένωση των ευρωπαϊκών κρατών, όπως αυτή προβλήθηκε στην έκκληση του Churchill με τη μορφή μίας μεγάλης «ευρωπαϊκής οικογένειας», αποσκοπούσε και σε κάτι άλλο. Βαθύτερο και πιο ουσιαστικό: Στη διαφύλαξη των θεμελιωδών αρχών και αξιών της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας και του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Μετά τη συντριβή των δημοκρατικών ιδεολογικών στηριγμάτων της Ευρώπης από τις φρικαλεότητες του ναζισμού, όπως αντιλαμβανόμαστε, το διακύβευμα του αξιολογικού πλαισίου -του πολλαπλώς πληττόμενου ευρωπαϊκού πολιτισμού- ήταν πολύ σημαντικό. Η ειρήνη, η ισότητα, η ασφάλεια και η ελευθερία στα ευρωπαϊκά εδάφη δεν θα έπρεπε να τεθούν, εκ νέου, υπό διαπραγμάτευση. Ο στιβαρός αξιολογικός πυρήνας του ευρωπαϊκού πνεύματος δεν θα έπρεπε να απειληθεί από κανέναν εχθρό του. Εύκολα, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα αιτήματα των θέσεων του Churchill είναι αρκετά επίκαιρα, στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε ως Ευρωπαίοι πολίτες.
Σήμερα, 67 χρόνια μετά, η Ευρώπη, βαδίζοντας –αν και όχι ανεμπόδιστα και χωρίς δομικές αδυναμίες- τον δικό της ενοποιητικό δρόμο, έχει κατορθώσει να θεμελιώσει την ισχυρότερη ένωση κρατών στην παγκόσμια ιστορία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών μελών, σύμφωνα με τους ειδικούς, αποτελεί μία sui generis οικονομική και πολιτική ένωση, με επιδιώξεις οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού χαρακτήρα. Ο προσανατολισμός προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση παραμένει ελκυστικά σταθερός και διαρκής.
Εντούτοις, η οικονομική κρίση, η οποία ταλανίζει στις μέρες μας την Ευρώπη, εγείρει ουσιώδη ερωτήματα που απαιτούν κατεπείγουσες απαντήσεις. Οι ευρωπαϊκοί λαοί βρίσκονται και πάλι αντιμέτωποι με σοβαρά και πολυφασματικά προβλήματα, με αποτέλεσμα ξεχασμένες φοβίες και διλήμματα, που αφορούν την κοινή πορεία των ευρωπαϊκών κρατών, να ανασύρονται στην επιφάνεια. Οι ευρωσκεπτικιστικές φωνές ακούγονται έντονα τον τελευταίο καιρό –έστω και αν διακρίνονται από διαφορετικές τάσεις με ποικίλα αιτήματα. Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαϊστές εξακολουθούν να διατηρούν την πεποίθηση ότι η Ευρώπη πρέπει να κερδίσει το ιστορικό της στοίχημα.
Όλοι αναγνωρίζουμε, ότι τα οικονομικά αδιέξοδα με τις αναμφίβολα καταστροφικές κοινωνικές συνέπειές τους φέρουν την Ευρώπη σε θέση ανάληψης ευθύνης απέναντι σε όλα εκείνα που υπόσχεται να διαφυλάσσει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, ως μοναδικός θεματοφύλακας των αξιών και των κεκτημένων που προάγουν τον άνθρωπο και τις κοινωνίες του. Η Ευρώπη καλείται και πάλι να οραματισθεί και να σκιαγραφήσει το μέλλον της. Οι οριακές στιγμές, τις οποίες βιώνει, την αναγκάζουν να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της σε έναν ραγδαία πλέον εξελισσόμενο κόσμο, όπου οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταβάλλονται διαρκώς. Αλλά, όπως συχνά διαπιστώνουμε, τα αδιέξοδα και τα διλήμματα εκκινούν συνήθως επώδυνες διαδικασίες επανεξέτασης των όρων και των συνθηκών, στις οποίες τελικά υπόκεινται οι εξελίξεις του επιδιωκόμενου εγχειρήματος. Εν προκειμένω, των μορφών της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και ενοποίησης που θα πρέπει να ακολουθηθούν.
Με αφορμή αυτές τις μνήμες, καθώς και τις κρίσιμες συνειδητοποιήσεις που συνοδεύουν την, πανθομολογουμένως, δύσκολη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα, εκτιμούμε ως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την ημερίδα, που διοργανώνει το Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών (ΕΚΕΜ), σε συνεργασία με το Γραφείο Ενημέρωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, τους Νέους Ευρωπαίους Φεντεραλιστές και την άτυπη ομάδα «Έλληνες Νέοι Διεθνολόγοι». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ανοικτή συνάντηση με τη μορφή debate, που φιλοδοξεί να συμβάλει στην έναρξη ενός γόνιμου, αλλά και κατεπείγοντος διαλόγου, ο οποίος θέτει έναν σαφή προβληματισμό: «Γενική Βούληση ή Πολιτική Επιβολή;». Αυτός, άλλωστε, είναι και ο τίτλος της ημερίδας. Στη συζήτηση θα διατυπωθούν, μεταξύ άλλων, ερωτήσεις και τοποθετήσεις για τον βαθμό ενημέρωσης και συμμετοχής του Ευρωπαίου πολίτη σχετικά με τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τις προκλήσεις, οι οποίες εμφανίζονται να απειλούν τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της Ε.Ε., τις επιπτώσεις της επικράτησης τεχνοκρατικών αντιλήψεων στις πολιτικές της ένωσης, το ενδεχόμενο δημιουργίας δημοκρατικού ελλείμματος, τους θεσμικούς και νομικούς νεωτερισμούς της νέας διακυβέρνησης, τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και ασφαλώς το δίλημμα «Διεύρυνση ή Εμβάθυνση».
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης» (Ακαδημίας 1, Υπ. Εξωτερικών), τη Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου και ώρα 11:00 π.μ. Η επιλογή των ομιλητών έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκπροσωπηθούν όλες οι τάσεις, προκειμένου να σχηματίσουμε μία σφαιρική εικόνα των σύγχρονων ευρωπαϊκών ζητημάτων και των προτεινόμενων λύσεων. Μεταξύ των ομιλητών είναι ο Γεώργιος Κουμουτσάκος, Ευρωβουλευτής, ο Παναγιώτης Γρηγορίου, Αναπληρωτής Καθηγητής & Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, η Δρ. Φιλίππα Χατζησταύρου, Εξωτερική Συνεργάτης Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οι δημοσιογράφοι Σταύρος Λυγερός και Γιώργος Καπόπουλος. Τη συζήτηση θα συντονίζει ο Αντώνιος Καϊλής, Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων του Γραφείου Ενημέρωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η συμμετοχή του ακροατηρίου. Την αναμένουμε με ενδιαφέρον.